Κύρια αφήγηση ή διήγηση για παιδιά κατωτέρου
Η διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας
Ο λαός των Ισραηλιτών, με όλα τα κοπάδια και τα υπάρχοντά του, ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα μέσα από την έρημο, με αρχηγούς τον Μωυσή και τον Ααρών. Ο Θεός συνόδευε τον λαό Του και έδειχνε τον δρόμο. Προχωρούσε μπροστά τους την ημέρα μέσα σε μια στήλη νεφέλης (σύννεφο) και τη νύχτα μέσα σε μια στήλη φωτιάς, μέχρι που έφτασαν στην Ερυθρά Θάλασσα.
Ο Φαραώ μετάνιωσε που άφησε τους Ισραηλίτες να φύγουν και διέταξε τους πολεμιστές του να τους καταδιώξουν και να του φέρουν πίσω. Ο λαός του Ισραήλ είδε από μακριά ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης και κατάλαβαν ότι ο Φαραώ κι οι στρατιώτες του πλησίαζαν. Φοβήθηκαν κι άρχισαν να παραπονιούνται στον Μωυσή: «Γιατί μας έβγαλες από την Αίγυπτο; Τώρα θα πεθάνουμε στην έρημο!».
Ο Μωυσής τότε άπλωσε το χέρι του με το ραβδί πάνω από τη θάλασσα κι ο Θεός χώρισε τη θάλασσα στα δύο, σχηματίζοντας ένα πέρασμα. Οι Ισραηλίτες πέρασαν απέναντι χωρίς να βραχούν! Όταν όμως ο Φαραώ κι οι στρατιώτες του προσπάθησαν να περάσουνμε τον ίδιο τρόπο, ο Μωυσής άπλωσε ξανά το χέρι του κι η θάλασσα γύρισε στη θέση της πνίγοντας όλους τους Αιγυπτίους.
Οι Εβραίοι για να θυμούνται τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας και το πέρασμα από τη σκλαβιά στην ελευθερία, γιόρταζαν κάθε χρόνο την εορτή του Πάσχα (=πέρασμα). Οι Χριστιανοί γιορτάζουμε το Πάσχα την Ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, το πέρασμα από τον θάνατο στη ζωή, από την σκλαβιά της αμαρτίας στην αληθινή ελευθερία κοντά στον Χριστό.
Ο Θεός φροντίζει για τον λαό Του
Ο λαός του Ισραήλ συνέχισε τη πορεία του στην έρημο. Όταν όμως τέλειωσαν οι τροφές που είχαν πάρει από την Αίγυπτο, άρχισαν τα παράπονα: «Καλύτερα να μέναμε στην Αίγυπτο! Εκεί τουλάχιστον είχαμε φαγητό, τώρα θα πεθάνουμε από την πείνα!». Ο Θεός μίλησε στον Μωυσή και του είπε: «Άκουσα τα παράπονα του λαού Μου. Πες τους ότι το βράδυ θα φάνε κρέας και το πρωί θα χορτάσουν ψωμί. Έτσι θα μάθουν ότι Εγώ είμαι ο Κύριος, ο Θεός τους».
Το βράδυ ήρθε ένα σμήνος από ορτύκια και σκέπασε την κατασκήνωση. Οι Ισραηλίτες τα έπιασαν εύκολα και τα έψησαν. Το πρωί που ξύπνησαν βρήκαν το έδαφος σκεπασμένο με κάτι λεπτό σαν πάχνη, σαν βαμβάκι. Ήταν το «μάννα», το γλυκό ψωμί που έστελνε από τον ουρανό ο Θεός! Κάθε μέρα ο Θεός έστελνε καινούριο μάννα, μα όσοι το φυλούσαν για την επόμενη (δηλαδή δεν έδειχναν εμπιστοσύνη στον Θεό), το έβρισκαν χαλασμένο.
Η πορεία στην έρημο συνεχίστηκε και κάποτε τέλειωσε το νερό. «Δώσε μας νερό να πιούμε!» φώναζαν στον Μωυσή. Εκείνος, με εντολή του Θεού, χτύπησε έναν βράχο με το ραβδί του και αμέσως νερό άρχισε να αναβλύζει από τον βράχο. Παρά την απιστία των Ισραηλιτών, ο Θεός δεν τους εγκαταλείπει.
Στο όρος Σινά - Οι δέκα εντολές
Μετά από πολλές εβδομάδες κατασκήνωσαν στους πρόποδες του όρους Σινά. Ο Μωυσής ανέβηκε μόνος του στο βουνό και μίλησε με τον Θεό. Όταν κατέβηκε, συγκέντρωσε τον λαό και τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα κάνει ό,τι πει ο Θεός. Τρεις μέρες μετά, ένα πυκνό σύννεφο από το οποίο έβγαινε φωτιά και καπνός κάθισε στο βουνό. Ο Μωυσής κι ο βοηθός του, Ιησούς του Ναυή, ανέβηκαν μαζί στο βουνό, στην κορυφή του όμως προχώρησε μόνο ο Μωυσής και χάθηκε μέσα στο σύννεφο.
Ο Μωυσής έμεινε εκεί σαράντα μερόνυχτα (μας θυμίζει κάτι ο αριθμός σαράντα;;; κατακλυσμός, νηστεία Χριστού στην έρημο, Σαρακοστή, τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, Υπαπαντή, σαραντισμός νηπίου...) μιλώντας με τον Θεό. Ο Θεός έδωσε στον Μωυσή τις δέκα εντολές. Τις έγραψε σε δύο πέτρινες πλάκες.
Ο λαός όμως κουράστηκε να περιμένει τον Μωυσή και απαίτησε από τον Ααρών να φτιάξει έναν καινούριο θεό, ένα είδωλο! Εκείνος έλιωσε τα χρυσά σκουλαρίκια τους κι έφτιαξε ένα χρυσό μοσχάρι, το οποίο όλοι προσκύνησαν.
Ο Μωυσής κατέβηκε από το όρος Σινά με τον Ιησού του Ναυή κρατώντας τις δυο πέτρινες πλάκες με τις δέκα εντολές. Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί πέταξε τις πλάκες και τις έσπασε σε έναν βράχο. Έπειτα πήρε το χρυσό μοσχάρι και το έριξε στη φωτιά. «Έχετε διαπράξει μεγάλη αμαρτία, θα ανέβω πάλι στον Κύριο και θα Τον παρακαλέσω να σας συγχωρήσει».
Έτσι κι έγινε! Μετά από σαράντα (πάλι σαράντα!) μερόνυχτα κατέβηκε με τις δύο καινούριες πλάκες. Οι Ισραηλίτες μόλις τον είδαν φοβήθηκαν: το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο επειδή συνομίλησε με τον Θεό!
Ανακοίνωσε τις εντολές του Θεού (βλέπε παραπάνω) και κάλυψε το πρόσωπό του με ένα πανί για να μη φαίνεται η λάμψη του. Ο Μωυσής, επειδή αντίκρυσε τον Θεό ονομάστηκε «Θεόπτης», δηλ. «αυτός που είδε τον Θεό».
Στο όρος Σινά - Οι δέκα εντολές
Μετά από πολλές εβδομάδες κατασκήνωσαν στους πρόποδες του όρους Σινά. Ο Μωυσής ανέβηκε μόνος του στο βουνό και μίλησε με τον Θεό. Όταν κατέβηκε, συγκέντρωσε τον λαό και τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα κάνει ό,τι πει ο Θεός. Τρεις μέρες μετά, ένα πυκνό σύννεφο από το οποίο έβγαινε φωτιά και καπνός κάθισε στο βουνό. Ο Μωυσής κι ο βοηθός του, Ιησούς του Ναυή, ανέβηκαν μαζί στο βουνό, στην κορυφή του όμως προχώρησε μόνο ο Μωυσής και χάθηκε μέσα στο σύννεφο.
Ο Μωυσής έμεινε εκεί σαράντα μερόνυχτα (μας θυμίζει κάτι ο αριθμός σαράντα;;; κατακλυσμός, νηστεία Χριστού στην έρημο, Σαρακοστή, τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο, Υπαπαντή, σαραντισμός νηπίου...) μιλώντας με τον Θεό. Ο Θεός έδωσε στον Μωυσή τις δέκα εντολές. Τις έγραψε σε δύο πέτρινες πλάκες.
Ο λαός όμως κουράστηκε να περιμένει τον Μωυσή και απαίτησε από τον Ααρών να φτιάξει έναν καινούριο θεό, ένα είδωλο! Εκείνος έλιωσε τα χρυσά σκουλαρίκια τους κι έφτιαξε ένα χρυσό μοσχάρι, το οποίο όλοι προσκύνησαν.
Ο Μωυσής κατέβηκε από το όρος Σινά με τον Ιησού του Ναυή κρατώντας τις δυο πέτρινες πλάκες με τις δέκα εντολές. Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί πέταξε τις πλάκες και τις έσπασε σε έναν βράχο. Έπειτα πήρε το χρυσό μοσχάρι και το έριξε στη φωτιά. «Έχετε διαπράξει μεγάλη αμαρτία, θα ανέβω πάλι στον Κύριο και θα Τον παρακαλέσω να σας συγχωρήσει».
Έτσι κι έγινε! Μετά από σαράντα (πάλι σαράντα!) μερόνυχτα κατέβηκε με τις δύο καινούριες πλάκες. Οι Ισραηλίτες μόλις τον είδαν φοβήθηκαν: το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο επειδή συνομίλησε με τον Θεό!
Ανακοίνωσε τις εντολές του Θεού (βλέπε παραπάνω) και κάλυψε το πρόσωπό του με ένα πανί για να μη φαίνεται η λάμψη του. Ο Μωυσής, επειδή αντίκρυσε τον Θεό ονομάστηκε «Θεόπτης», δηλ. «αυτός που είδε τον Θεό».