ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Πριν αρχίσει η κάθε συνάντηση
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Δόξα σοι, Χριστὲ ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δόξα σοι.
Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός, ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος, καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡμῶν. Ἀμήν.
ΘΕΜΑ: Η ζωή του Πατριάρχη Ισαάκ και Ιακώβ!
Τι κάνει η όμορφη παρεούλα μας;Τώρα που μπήκαμε και στη νηστεία των Χριστουγέννων ακόμα καλύτερα, εεεε;;;Σημαίνει πως τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και πρέπει να προετοιμαστούμε με κάθε τρόπο... Σωστά;
Έχω όμως αγωνία να δούμε την συνέχεια της ιστορίας του Ισαάκ τώρα που μεγάλωσε! Τι λέτε;Πάμε να την πούμε... Όταν ο Ισαάκ έφτασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας του, ο Αβραάμ, θέλησε να πάρει γυναίκα από την πατρίδα τους, τη Μεσοποταμία. Έστειλε λοιπόν τον πιστό του υπηρέτη Ελιέζερ στη χώρα τους, για να βρει, με τη βοήθεια του Θεού, μια καλή κοπέλα, ταιριαστή για τον Ισαάκ. Ο Ελιέζερ πήρε μαζί του πλούσια δώρα για τη νύφη και την οικογένειά της. Μετά από κουραστικό ταξίδι πολλών ημερών έφτασε έξω από την πόλη όπου ζούσε ο αδελφός του Αβραάμ. Σταμάτησε δίπλα σ’ ένα πηγάδι ν’ αναπαυθεί. Επειδή είχε πολλή αγωνία για την επιτυχία του ταξιδιού του, προσευχήθηκε στον Θεό: «Φανέρωσε, Κύριε, εσύ τη γυναίκα που θα είναι ταιριαστή για τον Ισαάκ. Κάνε η κοπέλα που θα έρθει να αντλήσει νερό και θα μου δώσει κι εμένα να πιω και θα ποτίσει τις καμήλες μου να είναι η γυναίκα που προορίζεις για τον Ισαάκ». Πριν τελειώσει την προσευχή του, ήρθε στο πηγάδι μια όμορφη νεαρή κοπέλα. Πρόθυμα πρόσφερε νερό και στον Ελιέζερ και πότισε τις καμήλες του. Ο Ελιέζερ είχε τη βεβαιότητα ότι την έστειλε ο Θεός. Έμαθε ποια είναι η οικογένειά της και το όνομά της, Ρεβέκκα. Η Ρεβέκκα τον προσκάλεσε στο σπίτι τους για να φιλοξενηθεί.
Ο αδελφός της, Λάβαν, δέχθηκε με χαρά τον Ελιέζερ, ο οποίος του φανέρωσε τον σκοπό του ταξιδιού του και πρόσφερε τα πλούσια δώρα του στη Ρεβέκκα και την οικογένειά της. Ο Λάβαν συμφώνησε με την πρόταση του Ελιέζερ και του κυρίου του Αβραάμ κι έτσι η Ρεβέκκα άφησε την πατρική της οικογένεια και ακολούθησε τον Ελιέζερ στη Γη Χαναάν, στην οικογένεια του Αβραάμ. Με χαρές και πανηγύρια έγινε ο γάμος του Ισαάκ με τη Ρεβέκκα. Ο Αβραάμ μετά το γάμο του Ισαάκ έζησε άλλα τριάντα πέντε χρόνια. Συμβούλεψε τα παιδιά του να ζήσουν με αγάπη και ευλάβεια και πίστη στον Θεό και πέθανε ευτυχισμένος και ειρηνικός, γιατί είδε να εκπληρώνονται οι υποσχέσεις του Θεού.
Ο Θεός ανανεώνει τη διαθήκη με τον Ισαάκ
Μετά το θάνατο του Αβραάµ, ο Θεός ευλόγησε τον Ισαάκ, το γιο του. Όταν κάποτε ο Ισαάκ αντιµετώπιζε προβλήµατα, ο Θεός του είπε: «Εγώ θα είµαι µαζί σου και θα σε ευλογήσω, γιατί σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω όλα αυτά τα εδάφη και θα κρατήσω τον όρκο που έδωσα στον πατέρα σου τον Αβραάµ. Θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού. Σ’ εκείνους θα δώσω όλες αυτές τις περιοχές και µέσω αυτών θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης…»
O Ισαάκ και η Ρεβέκκα αποκτούν απογόνους Ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα απέκτησαν δύο δίδυμα αγόρια, τον Ησαύ και τον Ιακώβ. Ο Ησαύ ήταν κυνηγός. Του άρεσε να γυροφέρνει στα βουνά και στα λαγκάδια. Ήταν κοκκινωπός κι όταν μεγάλωσε έγινε πολύ τριχωτός. Ήταν ο πρωτότοκος, ο αγαπημένος του πατέρα του.
Πρωτότοκος ονομαζόταν το αγόρι που γεννιόταν πρώτο. Σύμφωνα με το δίκαιο της Παλαιάς Διαθήκης ο πρωτότοκος θεωρείτο ο επόμενος αρχηγός της οικογένειας και κληρονομούσε το διπλάσιο από τα άλλα αρσενικά παιδιά της οικογένειας. Ο ένας αδελφός γεννήθηκε λίγα μόνο λεπτά μετά τον άλλον, και κατά συνέπεια ήταν ίσοι μεταξύ τους, οπότε, έπρεπε να έχουν ίσα δικαιώματα πάνω στην κληρονομιά του πατέρα. Γι αυτό γράφεται ότι του κρατούσε την πτέρνα, δηλαδή γεννήθηκαν μαζί, και έπρεπε να έχουν ίσα δικαιώματα.
Ωστόσο, ο πρώτος γιος που γεννήθηκε λίγα λεπτά πρώτος, θεωρούσε τον εαυτό του πρωτότοκο, και δεν αναγνώριζε ίσα δικαιώματα στον αδελφό του. Το ίδιο επίσης και ο πατέρας ήταν άδικος με την ευλογία του, διότι ήταν αυστηρά προσηλωμένος στον θεσμό των πρωτοτοκίων, και μόνο η μάνα τους σαν μάνα, και σαν ως συνήθως καταπιεσμένη και αδικημένη γυναίκα, έβλεπε ότι αυτό είναι άδικο.
Ο Ιακώβ ήταν ήρεμος και πράος. Αγαπούσε τη ζωή του σπιτιού. Έμενε κοντά στη μητέρα του και τη βοηθούσε στις δουλειές της. Κι αυτή του είχε περισσότερη αδυναμία.
Μια μέρα ο Ιακώβ μαγείρεψε φακές. Ο Ησαύ γύρισε πολύ κουρασμένος και πεινασμένος από το κυνήγι. Οι φακές μοσχοβολούσαν. Ζήτησε ένα πιάτο από τον αδελφό του. Κι εκείνος εκμεταλλεύθηκε την πείνα του.
«Θα σου δώσω», του είπε πονηρά, «αν μου πουλήσεις το δικαίωμα που έχεις ως πρωτότοκος».
Το αντάλλαγμα ήταν πολύ μεγάλο. Το δικαίωμα του πρωτότοκου σήμαινε ότι ο Ησαύ θα κληρονομούσε όλα τα υπάρχοντα αλλά και όλες τις ευλογίες του πατέρα τους. Όμως ο Ησαύ μπροστά στην πείνα του δεν λογάριασε τίποτα. «Τι να τα κάνω τα πρωτοτόκια», είπε, «αφού δεν κρατιέμαι στα πόδια μου;». «Ορκίσου μου ότι μου τα δίνεις», επέμενε ο Ιακώβ. Ο Ησαύ ορκίστηκε κι έτσι για ένα πιάτο φακές αντάλλαξε τα πρωτοτόκια («αντί πινακίου φακής»).
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Ισαάκ γέρασε πολύ, θέλησε να ευλογήσει τον πρωτότοκο γιο του, τον Ησαύ. Τον φώναξε λοιπόν και του είπε: «Παιδί μου, πλησιάζει η ώρα του θανάτου μου. Θέλω να σ’ ευλογήσω. Πήγαινε να κυνηγήσεις. Άμα πετύχεις κάτι στο κυνήγι, μαγείρεψέ το. Φτιάξε ένα καλό φαγητό και φέρε μου να φάω και να σου δώσω μέσα από την καρδιά μου την ευλογία μου». Ο Ησαύ έφυγε γρήγορα, πρόθυμος να εκτελέσει την επιθυμία του πατέρα του. Η Ρεβέκκα άκουσε τα λόγια του Ισαάκ. Φώναξε τον αγαπημένο της Ιακώβ και του είπε: «Σήμερα ο πατέρας σου θα ευλογήσει τον αδελφό σου. Τον άκουσα να του ζητάει να κυνηγήσει και να μαγειρέψει γι’ αυτόν κι έτσι να πάρει την ευλογία και τα δικαιώματά του. Άκου τι θα σου πω και πράξε όπως θα σε προστάξω. Πήγαινε στο κοπάδι και διάλεξε δυο κατσικάκια τρυφερά και καλοκαμωμένα. Ετοίμασέ τα και φέρ’ τα μου να τα μαγειρέψω σύμφωνα με το γούστο του πατέρα σου. Θα του προσφέρεις εσύ το φαγητό κι εσύ θα πάρεις τις ευλογίες του».
«Μα μητέρα, είμαι τόσο διαφορετικός από τον Ησαύ! Εκείνος είναι τριχωτός. Ο πατέρας μας δεν βλέπει, αλλά θα με καλέσει κοντά του, θα με αγγίξει και θα καταλάβει ότι είμαι ο Ιακώβ. Αντί να με ευλογήσει θα με καταραστεί, γιατί τον κορόιδεψα».
«Μη σε νοιάζει», του είπε η Ρεβέκκα, «φέρε τα κατσικάκια κι όλα θα τα τακτοποιήσω».
Πράγματι, ο Ιακώβ έκανε όπως τον συμβούλεψε η μητέρα του. Εκείνη μαγείρεψε το πιο νόστιμο φαγητό. Ύστερα φόρεσε στον Ιακώβ το ρούχο του Ησαύ και στα μπράτσα και το λαιμό του τύλιξε κομμάτια από την προβιά των κατσικιών. Του παρέδωσε το φαγητό και τον έστειλε στον πατέρα του.
Ο Ισαάκ δεν έβλεπε από τα γεράματα. «Πατέρα», είπε σιγανά ο Ιακώβ, «είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκος. Σου έφερα το φαγητό που ζήτησες. Φάγε, ευχαριστήσου και δώσε μου την ευλογία σου».
«Έλα, παιδί μου, κοντά», είπε ο Ισαάκ. «Πώς πέτυχες τόσο γρήγορα το κυνήγι;»
«Ο Θεός μού το έφερε μπροστά μου», είπε πολύ σιγά ο Ιακώβ, για να μην τον καταλάβει ο πατέρας του.
«Έλα κοντά μου, να σ’ αγγίξω, γιατί δε βλέπω καλά», επέμενε ο Ισαάκ. Ο Ιακώβ πλησίασε κι έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον πατέρα του. Εκείνος έπιασε την προβιά των κατσικιών στα μπράτσα και το σβέρκο και πίστεψε πως ήταν ο Ησαύ. Έφαγε με πολλή ευχαρίστηση το καλομαγειρεμένο φαγητό κι ύστερα έδωσε όλες τις ευλογίες και τα δικαιώματα του πρωτότοκου στον Ιακώβ.
Αργότερα επέστρεψε και ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε τα φαγητό και πήγε στον πατέρα του για την ευλογία. Γρήγορα αποκαλύφθηκε η απάτη του Ιακώβ. Ο Ισαάκ στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, αλλά δεν μπορούσε πια να πάρει πίσω ό,τι με ευλογία είχε δώσει στον Ιακώβ. Μεγάλο μίσος μπήκε τότε στην καρδιά του Ησαύ για τον αδελφό του. Μέρα με τη μέρα γινόταν σκυθρωπός. Σκεφτόταν κι έλεγε: «Ο πατέρας μου είναι πολύ ηλικιωμένος. Δεν θ’ αργήσει να πεθάνει. Τότε θα σκοτώσω τον αδελφό μου». Η Ρεβέκκα κατάλαβε τον σκοπό του Ησαύ και τρόμαξε. Φώναξε τον Ιακώβ και τον συμβούλεψε να φύγει, για να γλιτώσει. Τον έστειλε στη Χαρράν, στη Μεσοποταμία, στον αδελφό της, και του ζήτησε να μείνει εκεί μέχρι να περάσει ο θυμός του αδελφού του. Εκείνη θα τον ειδοποιούσε πότε να επιστρέψει.
Ο Ιακώβ στον ύπνο του τη νύχτα είδε µια σκάλα, που στηριζότανε στη γη και η κορυφή της άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι του Θεού.
Κι ο Κύριος στάθηκε πάνω της και του είπε: «Εγώ είµαι ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων σου Αβραάµ και Ισαάκ. Αυτή τη χώρα όπου κοιµάσαι θα τη δώσω σ' εσένα και στους απογόνους σου. Πλήθος θα είναι οι απόγονοί σου όπως οι κόκκοι της άµµου στη γη. Θα επεκταθείς δυτικά και ανατολικά, βόρεια και νότια και θα ευλογηθούν στο πρόσωπό σου και µέσω των απογόνων σου όλα τα έθνη της γης. Εγώ θα είµαι µαζί σου και θα σε φυλάω όπου κι αν πηγαίνεις, και θα σε φέρω πίσω σ' αυτήν εδώ τη χώρα. Δε θα σε αφήσω, ώσπου να πραγµατοποιήσω την υπόσχεσή µου».
Ο Ιακώβ έφτασε στη Χαρράν και έμεινε στο θείο του Λάβαν. Εκεί δούλεψε δίπλα του πολλά χρόνια και παντρεύτηκε τη Λεία και τη Ραχήλ, από τις οποίες απέκτησε δώδεκα γιους και μια κόρη. Ραχήλ: η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό Rahel, που σημαίνει «προβατίνα».Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Κύριος στον Ιακώβ και τον συμβούλεψε να επιστρέψει στη χώρα των προγόνων του. Εκείνος υπάκουσε και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Οι αγγελιαφόροι που έστειλε να προπορευτούν τον πληροφόρησαν ότι ο αδελφός του Ησαύ έρχεται να τον συναντήσει με τετρακόσιους άντρες. Ο Ιακώβ φοβήθηκε πολύ και προσευχήθηκε στο Θεό να τον βοηθήσει.
Τη βραδιά πριν τη συνάντηση με τον αδελφό του μένει μόνος και διανυκτερεύει σε μια σπηλιά όπου δέχεται την επίθεση κάποιου αγνώστου. Είναι ο Θεός με μορφή Αγγέλου. Η πάλη γίνεται σώμα με σώμα και κρατάει μέχρι τα χαράματα. Τότε ο λαβωμένος στον μηρό Ιακώβ συνειδητοποιεί ότι ο σκοτεινός αυτός άγνωστος είναι ο ίδιος ο Θεός . Μάλιστα, ο "ξένος" του ανακοινώνει ότι από δω και πέρα το όνομά του δεν θα είναι Ιακώβ αλλά Ισραήλ που σημαίνει πάλαιψες με το Θεό, «ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ» (=φάνηκες ισχυρός απέναντι του Θεού∙ επομένως μη φοβάσαι θα είσαι ισχυρός και απέναντι των ανθρώπων).
Ο Ιακώβ ονομάστηκε και Ισραήλ. Το όνομα αυτό θα γίνει αργότερα το εθνικό όνομα όλων των Εβραίων. Στις εβραϊκές λέξεις που συναντούμε την κατάληξη -ηλ ή -ελ σημαίνει ότι περιέχεται η λέξη «Θεός».
Τελικά καλά μου παιδιά... η αδελφική αγάπη νικάει το μίσος και την κακία! Τα αδέλφια ανταμώσανε συγχωρέθηκαν και έγιναν πάλι αγαπημένα! Μετά τη συμφιλίωση ο Ιακώβ πρόσφερε στον Ησαύ κοπάδια με πολλά ζώα. Ο Ισαάκ πέθανε ... γέροντας και μακροήμερος. Τον έθαψαν οι γιοι του, ο Ησαύ και ο Ιακώβ!
Τι κάνει η όμορφη παρεούλα μας;
Τώρα που μπήκαμε και στη νηστεία των Χριστουγέννων ακόμα καλύτερα, εεεε;;;
Σημαίνει πως τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και πρέπει να προετοιμαστούμε με κάθε τρόπο... Σωστά;
Έχω όμως αγωνία να δούμε την συνέχεια της ιστορίας του Ισαάκ τώρα που μεγάλωσε! Τι λέτε;
Πάμε να την πούμε...
Όταν ο Ισαάκ έφτασε σε ηλικία γάμου, ο πατέρας του, ο Αβραάμ, θέλησε να πάρει γυναίκα από την πατρίδα τους, τη Μεσοποταμία. Έστειλε λοιπόν τον πιστό του υπηρέτη Ελιέζερ στη χώρα τους, για να βρει, με τη βοήθεια του Θεού, μια καλή κοπέλα, ταιριαστή για τον Ισαάκ. Ο Ελιέζερ πήρε μαζί του πλούσια δώρα για τη νύφη και την οικογένειά της. Μετά από κουραστικό ταξίδι πολλών ημερών έφτασε έξω από την πόλη όπου ζούσε ο αδελφός του Αβραάμ. Σταμάτησε δίπλα σ’ ένα πηγάδι ν’ αναπαυθεί. Επειδή είχε πολλή αγωνία για την επιτυχία του ταξιδιού του, προσευχήθηκε στον Θεό: «Φανέρωσε, Κύριε, εσύ τη γυναίκα που θα είναι ταιριαστή για τον Ισαάκ. Κάνε η κοπέλα που θα έρθει να αντλήσει νερό και θα μου δώσει κι εμένα να πιω και θα ποτίσει τις καμήλες μου να είναι η γυναίκα που προορίζεις για τον Ισαάκ». Πριν τελειώσει την προσευχή του, ήρθε στο πηγάδι μια όμορφη νεαρή κοπέλα. Πρόθυμα πρόσφερε νερό και στον Ελιέζερ και πότισε τις καμήλες του. Ο Ελιέζερ είχε τη βεβαιότητα ότι την έστειλε ο Θεός. Έμαθε ποια είναι η οικογένειά της και το όνομά της, Ρεβέκκα. Η Ρεβέκκα τον προσκάλεσε στο σπίτι τους για να φιλοξενηθεί.
Ο αδελφός της, Λάβαν, δέχθηκε με χαρά τον Ελιέζερ, ο οποίος του φανέρωσε τον σκοπό του ταξιδιού του και πρόσφερε τα πλούσια δώρα του στη Ρεβέκκα και την οικογένειά της. Ο Λάβαν συμφώνησε με την πρόταση του Ελιέζερ και του κυρίου του Αβραάμ κι έτσι η Ρεβέκκα άφησε την πατρική της οικογένεια και ακολούθησε τον Ελιέζερ στη Γη Χαναάν, στην οικογένεια του Αβραάμ. Με χαρές και πανηγύρια έγινε ο γάμος του Ισαάκ με τη Ρεβέκκα. Ο Αβραάμ μετά το γάμο του Ισαάκ έζησε άλλα τριάντα πέντε χρόνια. Συμβούλεψε τα παιδιά του να ζήσουν με αγάπη και ευλάβεια και πίστη στον Θεό και πέθανε ευτυχισμένος και ειρηνικός, γιατί είδε να εκπληρώνονται οι υποσχέσεις του Θεού.
Ο Θεός ανανεώνει τη διαθήκη με τον Ισαάκ
Μετά το θάνατο του Αβραάµ, ο Θεός ευλόγησε τον Ισαάκ, το γιο του. Όταν κάποτε ο Ισαάκ αντιµετώπιζε προβλήµατα, ο Θεός του είπε: «Εγώ θα είµαι µαζί σου και θα σε ευλογήσω, γιατί σ’ εσένα και στους απογόνους σου θα δώσω όλα αυτά τα εδάφη και θα κρατήσω τον όρκο που έδωσα στον πατέρα σου τον Αβραάµ. Θα σου δώσω αναρίθμητους απογόνους σαν τ’ αστέρια του ουρανού. Σ’ εκείνους θα δώσω όλες αυτές τις περιοχές και µέσω αυτών θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης…»
O Ισαάκ και η Ρεβέκκα αποκτούν απογόνους
Ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα απέκτησαν δύο δίδυμα αγόρια, τον Ησαύ και τον Ιακώβ. Ο Ησαύ ήταν κυνηγός. Του άρεσε να γυροφέρνει στα βουνά και στα λαγκάδια. Ήταν κοκκινωπός κι όταν μεγάλωσε έγινε πολύ τριχωτός. Ήταν ο πρωτότοκος, ο αγαπημένος του πατέρα του.
Πρωτότοκος ονομαζόταν το αγόρι που γεννιόταν πρώτο. Σύμφωνα με το δίκαιο της Παλαιάς Διαθήκης ο πρωτότοκος θεωρείτο ο επόμενος αρχηγός της οικογένειας και κληρονομούσε το διπλάσιο από τα άλλα αρσενικά παιδιά της οικογένειας. Ο ένας αδελφός γεννήθηκε λίγα μόνο λεπτά μετά τον άλλον, και κατά συνέπεια ήταν ίσοι μεταξύ τους, οπότε, έπρεπε να έχουν ίσα δικαιώματα πάνω στην κληρονομιά του πατέρα. Γι αυτό γράφεται ότι του κρατούσε την πτέρνα, δηλαδή γεννήθηκαν μαζί, και έπρεπε να έχουν ίσα δικαιώματα.
Ωστόσο, ο πρώτος γιος που γεννήθηκε λίγα λεπτά πρώτος, θεωρούσε τον εαυτό του πρωτότοκο, και δεν αναγνώριζε ίσα δικαιώματα στον αδελφό του. Το ίδιο επίσης και ο πατέρας ήταν άδικος με την ευλογία του, διότι ήταν αυστηρά προσηλωμένος στον θεσμό των πρωτοτοκίων, και μόνο η μάνα τους σαν μάνα, και σαν ως συνήθως καταπιεσμένη και αδικημένη γυναίκα, έβλεπε ότι αυτό είναι άδικο.
Ο Ιακώβ ήταν ήρεμος και πράος. Αγαπούσε τη ζωή του σπιτιού. Έμενε κοντά στη μητέρα του και τη βοηθούσε στις δουλειές της. Κι αυτή του είχε περισσότερη αδυναμία.
Μια μέρα ο Ιακώβ μαγείρεψε φακές. Ο Ησαύ γύρισε πολύ κουρασμένος και πεινασμένος από το κυνήγι. Οι φακές μοσχοβολούσαν. Ζήτησε ένα πιάτο από τον αδελφό του. Κι εκείνος εκμεταλλεύθηκε την πείνα του.
«Θα σου δώσω», του είπε πονηρά, «αν μου πουλήσεις το δικαίωμα που έχεις ως πρωτότοκος».
Το αντάλλαγμα ήταν πολύ μεγάλο. Το δικαίωμα του πρωτότοκου σήμαινε ότι ο Ησαύ θα κληρονομούσε όλα τα υπάρχοντα αλλά και όλες τις ευλογίες του πατέρα τους. Όμως ο Ησαύ μπροστά στην πείνα του δεν λογάριασε τίποτα. «Τι να τα κάνω τα πρωτοτόκια», είπε, «αφού δεν κρατιέμαι στα πόδια μου;». «Ορκίσου μου ότι μου τα δίνεις», επέμενε ο Ιακώβ. Ο Ησαύ ορκίστηκε κι έτσι για ένα πιάτο φακές αντάλλαξε τα πρωτοτόκια («αντί πινακίου φακής»).
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Ισαάκ γέρασε πολύ, θέλησε να ευλογήσει τον πρωτότοκο γιο του, τον Ησαύ. Τον φώναξε λοιπόν και του είπε: «Παιδί μου, πλησιάζει η ώρα του θανάτου μου. Θέλω να σ’ ευλογήσω. Πήγαινε να κυνηγήσεις. Άμα πετύχεις κάτι στο κυνήγι, μαγείρεψέ το. Φτιάξε ένα καλό φαγητό και φέρε μου να φάω και να σου δώσω μέσα από την καρδιά μου την ευλογία μου». Ο Ησαύ έφυγε γρήγορα, πρόθυμος να εκτελέσει την επιθυμία του πατέρα του. Η Ρεβέκκα άκουσε τα λόγια του Ισαάκ. Φώναξε τον αγαπημένο της Ιακώβ και του είπε: «Σήμερα ο πατέρας σου θα ευλογήσει τον αδελφό σου. Τον άκουσα να του ζητάει να κυνηγήσει και να μαγειρέψει γι’ αυτόν κι έτσι να πάρει την ευλογία και τα δικαιώματά του. Άκου τι θα σου πω και πράξε όπως θα σε προστάξω. Πήγαινε στο κοπάδι και διάλεξε δυο κατσικάκια τρυφερά και καλοκαμωμένα. Ετοίμασέ τα και φέρ’ τα μου να τα μαγειρέψω σύμφωνα με το γούστο του πατέρα σου. Θα του προσφέρεις εσύ το φαγητό κι εσύ θα πάρεις τις ευλογίες του».
«Μα μητέρα, είμαι τόσο διαφορετικός από τον Ησαύ! Εκείνος είναι τριχωτός. Ο πατέρας μας δεν βλέπει, αλλά θα με καλέσει κοντά του, θα με αγγίξει και θα καταλάβει ότι είμαι ο Ιακώβ. Αντί να με ευλογήσει θα με καταραστεί, γιατί τον κορόιδεψα».
«Μη σε νοιάζει», του είπε η Ρεβέκκα, «φέρε τα κατσικάκια κι όλα θα τα τακτοποιήσω».
Πράγματι, ο Ιακώβ έκανε όπως τον συμβούλεψε η μητέρα του. Εκείνη μαγείρεψε το πιο νόστιμο φαγητό. Ύστερα φόρεσε στον Ιακώβ το ρούχο του Ησαύ και στα μπράτσα και το λαιμό του τύλιξε κομμάτια από την προβιά των κατσικιών. Του παρέδωσε το φαγητό και τον έστειλε στον πατέρα του.
Ο Ισαάκ δεν έβλεπε από τα γεράματα. «Πατέρα», είπε σιγανά ο Ιακώβ, «είμαι ο Ησαύ, ο πρωτότοκος. Σου έφερα το φαγητό που ζήτησες. Φάγε, ευχαριστήσου και δώσε μου την ευλογία σου».
«Έλα, παιδί μου, κοντά», είπε ο Ισαάκ. «Πώς πέτυχες τόσο γρήγορα το κυνήγι;»
«Ο Θεός μού το έφερε μπροστά μου», είπε πολύ σιγά ο Ιακώβ, για να μην τον καταλάβει ο πατέρας του.
«Έλα κοντά μου, να σ’ αγγίξω, γιατί δε βλέπω καλά», επέμενε ο Ισαάκ. Ο Ιακώβ πλησίασε κι έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον πατέρα του. Εκείνος έπιασε την προβιά των κατσικιών στα μπράτσα και το σβέρκο και πίστεψε πως ήταν ο Ησαύ. Έφαγε με πολλή ευχαρίστηση το καλομαγειρεμένο φαγητό κι ύστερα έδωσε όλες τις ευλογίες και τα δικαιώματα του πρωτότοκου στον Ιακώβ.
Αργότερα επέστρεψε και ο Ησαύ από το κυνήγι. Ετοίμασε τα φαγητό και πήγε στον πατέρα του για την ευλογία. Γρήγορα αποκαλύφθηκε η απάτη του Ιακώβ. Ο Ισαάκ στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, αλλά δεν μπορούσε πια να πάρει πίσω ό,τι με ευλογία είχε δώσει στον Ιακώβ. Μεγάλο μίσος μπήκε τότε στην καρδιά του Ησαύ για τον αδελφό του. Μέρα με τη μέρα γινόταν σκυθρωπός. Σκεφτόταν κι έλεγε: «Ο πατέρας μου είναι πολύ ηλικιωμένος. Δεν θ’ αργήσει να πεθάνει. Τότε θα σκοτώσω τον αδελφό μου». Η Ρεβέκκα κατάλαβε τον σκοπό του Ησαύ και τρόμαξε. Φώναξε τον Ιακώβ και τον συμβούλεψε να φύγει, για να γλιτώσει. Τον έστειλε στη Χαρράν, στη Μεσοποταμία, στον αδελφό της, και του ζήτησε να μείνει εκεί μέχρι να περάσει ο θυμός του αδελφού του. Εκείνη θα τον ειδοποιούσε πότε να επιστρέψει.
Ο Ιακώβ στον ύπνο του τη νύχτα είδε µια σκάλα, που στηριζότανε στη γη και η κορυφή της άγγιζε τον ουρανό. Πάνω της ανέβαιναν και κατέβαιναν άγγελοι του Θεού.
Κι ο Κύριος στάθηκε πάνω της και του είπε: «Εγώ είµαι ο Κύριος, ο Θεός των πατέρων σου Αβραάµ και Ισαάκ. Αυτή τη χώρα όπου κοιµάσαι θα τη δώσω σ' εσένα και στους απογόνους σου. Πλήθος θα είναι οι απόγονοί σου όπως οι κόκκοι της άµµου στη γη. Θα επεκταθείς δυτικά και ανατολικά, βόρεια και νότια και θα ευλογηθούν στο πρόσωπό σου και µέσω των απογόνων σου όλα τα έθνη της γης. Εγώ θα είµαι µαζί σου και θα σε φυλάω όπου κι αν πηγαίνεις, και θα σε φέρω πίσω σ' αυτήν εδώ τη χώρα. Δε θα σε αφήσω, ώσπου να πραγµατοποιήσω την υπόσχεσή µου».
Ο Ιακώβ έφτασε στη Χαρράν και έμεινε στο θείο του Λάβαν. Εκεί δούλεψε δίπλα του πολλά χρόνια και παντρεύτηκε τη Λεία και τη Ραχήλ, από τις οποίες απέκτησε δώδεκα γιους και μια κόρη. Ραχήλ: η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό Rahel, που σημαίνει «προβατίνα».
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Κύριος στον Ιακώβ και τον συμβούλεψε να επιστρέψει στη χώρα των προγόνων του. Εκείνος υπάκουσε και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Οι αγγελιαφόροι που έστειλε να προπορευτούν τον πληροφόρησαν ότι ο αδελφός του Ησαύ έρχεται να τον συναντήσει με τετρακόσιους άντρες. Ο Ιακώβ φοβήθηκε πολύ και προσευχήθηκε στο Θεό να τον βοηθήσει.
Τη βραδιά πριν τη συνάντηση με τον αδελφό του μένει μόνος και διανυκτερεύει σε μια σπηλιά όπου δέχεται την επίθεση κάποιου αγνώστου. Είναι ο Θεός με μορφή Αγγέλου. Η πάλη γίνεται σώμα με σώμα και κρατάει μέχρι τα χαράματα. Τότε ο λαβωμένος στον μηρό Ιακώβ συνειδητοποιεί ότι ο σκοτεινός αυτός άγνωστος είναι ο ίδιος ο Θεός .
Μάλιστα, ο "ξένος" του ανακοινώνει ότι από δω και πέρα το όνομά του δεν θα είναι Ιακώβ αλλά Ισραήλ που σημαίνει πάλαιψες με το Θεό, «ἐνίσχυσας μετὰ Θεοῦ» (=φάνηκες ισχυρός απέναντι του Θεού∙ επομένως μη φοβάσαι θα είσαι ισχυρός και απέναντι των ανθρώπων).
Ο Ιακώβ ονομάστηκε και Ισραήλ. Το όνομα αυτό θα γίνει αργότερα το εθνικό όνομα όλων των Εβραίων. Στις εβραϊκές λέξεις που συναντούμε την κατάληξη -ηλ ή -ελ σημαίνει ότι περιέχεται η λέξη «Θεός».
Τελικά καλά μου παιδιά... η αδελφική αγάπη νικάει το μίσος και την κακία! Τα αδέλφια ανταμώσανε συγχωρέθηκαν και έγιναν πάλι αγαπημένα!
Μετά τη συμφιλίωση ο Ιακώβ πρόσφερε στον Ησαύ κοπάδια με πολλά ζώα. Ο Ισαάκ πέθανε ... γέροντας και μακροήμερος. Τον έθαψαν οι γιοι του, ο Ησαύ και ο Ιακώβ!
ΥΓ. ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Οι Άγγελοι παιδιά γιορτάζουν στις 8 Νοεμβρίου. Ειδικότερα την ημέρα αυτή γιορτάζουν οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Λέγονται Αρχάγγελοι γιατί είναι οι Αρχηγοί των Αγγέλων. Το όνομα Γαβριήλ σημαίνει "Η δύναμη του Θεού" και το όνομα Μιχαήλ σημαίνει "Θεός και άνθρωπος". Οι Άγγελοι είναι πάρα πολλοί, τόσοι όσοι είναι και οι άνθρωποι κι ακόμα περισσότεροι και χωρίζονται σε 9 ομάδες που ονομάζονται Τάγματα. Το κύριο έργο των Αγγέλων:
Να δοξολογούν και να υμνολογούν ασταμάτητα το Θεό. Δεν τους το επέβαλε ο Θεός σαν εντολή, αλλά αυθόρμητα πηγάζει από τους ίδιους, καθώς ατενίζουν το κάλλος του Θεού και τα μεγαλεία της Δημιουργίας Του.
ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ, ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ, ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ...
1. Χρωματίστε την εικόνα και πείτε μας, τι βλέπετε;2. ΚΡΥΦΤΟ με παραλλαγή!!!
5-10-15-20-25-30… Θυμάστε; Αν το μέτρημα σας φέρνει αναμνήσεις και σας κάνει να χαμογελάτε, σίγουρα θέλετε να προτρέψετε τα κατηχητόπουλα να μάθουν να παίζουν κρυφτό και να το αγαπήσουν.Αγαπημένη παραλλαγή του κρυφτού είναι οι σαρδέλες. Ένας κρύβεται και όλοι οι υπόλοιποι τα φυλάνε. Στη συνέχεια ο καθένας ψάχνει μόνος του και όποιος βρει αυτόν που κρύβεται, κρύβεται δίπλα του κολλητά. Σαν σαρδέλες!ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!
1. Χρωματίστε την εικόνα και πείτε μας, τι βλέπετε;
2. ΚΡΥΦΤΟ με παραλλαγή!!!
Αγαπημένη παραλλαγή του κρυφτού είναι οι σαρδέλες. Ένας κρύβεται και όλοι οι υπόλοιποι τα φυλάνε. Στη συνέχεια ο καθένας ψάχνει μόνος του και όποιος βρει αυτόν που κρύβεται, κρύβεται δίπλα του κολλητά. Σαν σαρδέλες!
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!!
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Μετά από την κάθε συνάντηση
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς. (3)
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. Ἀμήν.
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.