Ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός - Νεοτητα Ι.Μ Φωκιδος

ΝΕΑ

01 Μαρτίου 2020

Ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός

Ο Μέγας Κωνσταντίνος μπορεί  άνετα να χαρακτηρισθεί το θαύμα της ιστορίας. Αυτό συνάγεται από την επόπτευση της πορείας του προς την χριστιανική πίστη και τις απειράριθμες προσπάθειες ερμηνείας της. Ο ιστορικός Ευσέβειος (δ’αι.), ο πρώτος «πολιτικός θεολόγος» της ιστορίας μας, στο έργο του «εις τον βίον Κωνσταντίνου βασιλέως» αναφέρει το γνωστό όραμα του Κωνσταντίνου στις παραμονές της συγκρούσεώς του με τον Μαξέντιο (Οκτώβριος 312), όπως και ο Λακτάντιος. Είναι όμως γεγονός, ότι από την εποχή εκείνη ο αυτοκράτορας έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό προς τον Σταυρό και το Μονόγραμμα του Χριστού (ΧΡ), το οποίο -κατά τον Ευσέβιο - καθιέρωσε ο Κωνσταντίνος στη σημαία της προσωπικής του φρουράς και μετά στα νομίσματα. Όλα αυτά συνέβησαν πριν από τις αποφάσεις (Διάταγμα) των Μεδιολάνων (313).Γεγονός όμως είναι ότι προοδευτικά προσχώρησε ο Μ. Κωνσταντίνος στην πίστη του Χριστού.
Και για μεν τον ορθόδοξο θεολόγο αυτό είναι, πράγματι, έργο της Χάριτος του Θεού, υπήρχαν όμως γι’αυτό και σημαντικές ιστορικές προϋποθέσεις. Από τις αρχές του 3ου αιώνα οι ρωμαίοι αυτοκράτορες ευνοούσαν μια «συγκριτιστική ενοθεϊστική τάση» με έξαρση του θεού-Ηλίου (Sol Invictus) στην κορυφή του εθνικού πανθέου. Αυτή την πίστη επέλεξε και ο πατέρας του Μ. Κωνσταντίνου Κωνσταντίνος ο Χλωρός (+306). Ο Κωνσταντίνος, ήδη νεώτερος, είχε απορρίψει και αυτός συνειδητά την ειδωλολατρική πολυθεϊα, πλησιάζοντας έτσι τον χριστιανικό μονοθεϊσμό. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένα μέτρα, που έλαβε ο Κωνσταντίνος ως αυτοκράτορας και τα οποία ευνόησαν την πρόοδο του Χριστιανισμού έως την επικράτησή του. Π.χ. το 319 εξεδόθη διάταγμα περί απαλλαγής του χριστιανικού κλήρου από τα δημόσια έργα. Καθιέρωσε τη Χριστιανική αργία της Κυριακής στις πόλεις. Επέδειξε ενδιαφέρον για τη στήριξη της ενότητας της Εκκλησίας σε κρίσιμες στιγμές, όπως το σχίσμα των Δονατιστών, το Μελιτιανό Σχίσμα και η αρειανική έρις. Επιχορήγησε τοπικές εκκλησίες, π.χ. στη Β. Αφρική. Καθιέρωσε τα χριστιανικά σύμβολα και παραστάσεις στην αυτοκρατορική και στρατιωτική εξάρτυση, στις στρατιωτικές σημαίες, στα νομίσματα, στα δημόσια κτήρια κ.ά. Διατηρούσε συχνή επικοινωνία με Επισκόπους και στήριξε την άνοδο Χριστιανών στην κρατική ιεραρχία. Μερίμνησε για τη χριστιανική δόμηση και αγωγή της βασιλικής οικογένειας κ.π.ά. Τα μέτρα αυτά κορυφώθηκαν με το βάπτισμά του.
Από την άλλη πλευρά προέβη σε ενέργειες, και κατά τον εθνικό ιστορικό Ζώσιμο (+518), μεγάλο πολέμιο και επικριτή του, υπέρ της εθνικής θρησκείας, επιτρέποντας την ανοικοδόμηση εθνικών ναών, παράλληλα με τους χριστιανικούς. Έλαβε όμως αποφάσεις, που δείχνουν καθαρά την βαθμιαία υποχώρηση του σεβασμού του στην ειδωλολατρία. το 326 αρνήθηκε να προσφέρει στο Καπιτώλιο τις νενομισμένες θυσίες, προκαλώντας το μίσος των εθνικών. Ο όχλος λιθοβόλησε το άγαλμά του, παραμορφώνοντας το πρόσωπό του. Όταν του ανήγγειλαν όμως το γεγονός, εκείνος αποκρίθηκε με πικρόχολο χιούμορ:
«Περίεργο, εγώ ο ίδιος δεν έπαθα τίποτε»!
Παράλληλα όμως αποστασιοποιήθηκε από τα καθήκοντα του Μεγίστου Αρχιερέα (Pontifex Maximus) που ως ρωμαίος αυτοκράτορας κατείχε. Απαγόρευσε την οιωνοσκοπία και τις ιδιωτικές θυσίες. Κατήργησε την λατρεία του αυτοκράτορα, εθεωρείτο θεός, αποδυναμώνοντας την εθνική θρησκεία. Κάτι που πρέπει να τονισθεί, είναι η εσφαλμένη θέση, ότι ο Χριστιανισμός έγινε επί Μ. Κωνσταντίνου επίσημη θρησκεία του Κράτους.
Όχι! Ούτε επίσημη έγινε, ούτε ευνοούμενη. Αυτό θα γίνει, μετά τις υπέρ του Χριστιανισμού εξελίξεις, επί Μ. Θεοδοσίου (380).
Ο μεγάλος ιστορικός μας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος φωτίζει ιδιαίτερα τη συμβολή του Μ. Κωνσταντίνου στη χριστιανική νίκη, παραβάλλοντάς τον με τον Μ. Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος προετοίμασε το έδαφος για την εξάπλωση της νέας πίστεως, ο Κωνσταντίνος της εξασφάλισε την επικράτηση.
Θεωρεί, γι’αυτό, και τους δύο όργανα της Θείας Χάριτος. Πόσο μάλλον που στην εποχή του Μ. Κωνσταντίνου οι χριστιανοί ήταν η μειοψηφία. Ο Κωνσταντίνος όμως είχε, κατά τον ίδιο ιστορικό, «νουν χριστιανικόν» και «καρδίαν εθνικήν», συνδυάζοντας και ιεραρχώντας στη συνείδησή του τα δύο μεγέθη  και οδηγώντας στην διαμόρφωση της συναλληλίας στη σχέση Ιερωσύνης και Βασιλείας (Εκκλησίας και Πολιτείας, όπως λέμε σήμερα).
  Το πόσο προχώρησε στον Χριστιανισμό-πρόβλημα καίριο στην επιστήμη- ερεύνησε ο αείμνηστος δάσκαλός μου, Καθηγητής και Πρύτανης του Ε.Κ.Π.Α. Ανδρέας Φύτρακης, στην διδακτορική του διατριβή: «Η πίστις του Μ. Κωνσταντίνου κατά τα τελευταία έτη της ζωής αυτού» (Αθήνα 1945). Τα συμπεράσματα της διατριβής θεμελιώνονται: στην αποδιδομένη από τον Μ. Κωνσταντίνο προς τους Μάρτυρες της Πίστεως τιμής - Στην πίστη του στην παρρησία των Μαρτύρων - Στο ότι κατασκεύασε «Μαρτύριο» για τον ενταφιασμό του σ’αυτό ανάμεσα σε Μάρτυρες - Στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει τα λείψανα των Αγίων Αποστόλων, που θα συνεχίσει ο υιός του Κωνσταντίνος (337-361) - Στην έκφραση της επιθυμίας του να βαπτισθεί στον ποταμό Ιορδάνη - Επίσης στο ότι ομολογούσε ότι είναι «δούλος και θεράπων του παμβασιλέως Χριστού», στο ότι συνέταξε προσευχή προς τον Χριστό για τους στρατιώτες του και στο ότι συνέταξε προσευχή προς τον Χριστό για τους στρατιώτες του και στο ότι προσευχόταν γονυπετής «τακτοίς καιροίς εκάστης ημέρας» κ.ά.
 Πάντως, απαντώντας σ’ όσους δεν έχουν προϋποθέσεις να δουν έτσι τον Μ. Κωνσταντίνο. υπογραμμίζουμε τα κριτήρια της ορθοδοξίας στην ανακήρυξη του ως αγίου και ισαποστόλου (βρίσκονται στην Ακολουθία της 21ης Μαΐου). Είναι: α) το γεγονός της θεοπτίας του («ως ο Παύλος την κλήσιν ουρανόθεν δεξάμενος») και β) ότι εκ της λάρνακός του, στην Πόλη, ανέβλυζε ιαματικό μύρο. Καταξίωσή του, δηλαδή, από τον ίδιο τον Θεό με θεοπτία και θεραπευτική-θαυματουργική δύναμη.
 Αυτόν τον Κωνσταντίνο τιμάμε οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και αυτός ο Κωνσταντίνος είναι ο εστεμμένος Άγιός μας. Όπως ο ληστής επί του σταυρού, έτσι και ο άγιος Κωνσταντίνος αποσυνδέθηκε τελείως - μέσα στη Χάρη του Θεού - από την προηγούμενη ζωή του, και αναδείχθηκε Ισαπόστολος.

Pages