ΠΡΟΣΕΥΧΗ:
Πριν αρχίσει η κάθε συνάντηση
ΘΕΜΑ: Χριστός και Χριστιανοί
Όσοι βαπτίζονται γίνονται μέλη της Εκκλησίας και ονομάζονται μαθητές Χριστού, Χριστιανοί. Εμείς στην Ορθοδοξία προσθέτουμε και το επίθετο Ορθόδοξος για να δείξουμε την αληθινή πίστη. Επειδή υπάρχουν και Χριστιανοί που έχουν εσφαλμένες αντιλήψεις για τον Θεό, τον άνθρωπο και την σωτηρία του ανθρώπου, γι’ αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο να μιλούμε για Ορθόδοξους Χριστιανούς. [Όπως οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Προτεστάντες κ.λπ].
Τα μέλη της Εκκλησίας ονομάστηκαν Χριστιανοί, γιατί ακολουθούν τον Χριστό στην ζωή τους, δηλαδή τηρούν το θέλημά Του, τις εντολές Του και ενώνονται μαζί Του δια των μυστηρίων, ιδιαιτέρως δια του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
2. Ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος
3. Τον περίμεναν όλοι οι άνθρωποι
Υπήρχε διάχυτη η αντίληψη στους Έλληνες ότι υπάρχει και ένας άλλος άγνωστος Θεός, γι’ αυτό και στην Αθήνα είχαν αφιερώσει ένα άγαλμα με την επιγραφή: «τω αγνώστω Θεώ».
4. Την ζωή και την διδασκαλία Του την βλέπουμε στην Αγία Γραφή
Την επίγεια ζωή του Χριστού την βλέπουμε μέσα στην Καινή Διαθήκη, ιδιαιτέρως στα τέσσερα Ευαγγέλια, που έγραψαν οι μαθητές Του. Εκεί υπάρχουν λίγα στοιχεία από την γέννηση και την ανατροφή Του. Κυρίως περιγράφονται τρία σημεία.
Πρώτον, τι είπε ο Χριστός,
δεύτερον, τι έκανε ο Χριστός και τρίτον,
Τι έπαθε ο Χριστός για τους ανθρώπους.
Το τι έπαθε ο Χριστός το βλέπουμε στα πάθη που υπέστη για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Φυσικά, συνέχεια των παθών είναι και η ανάστασή Του, που σημαίνει ότι ο Χριστός ως Θεός ανέστησε την ανθρώπινη φύση, η οποία πέθανε επάνω στον Σταυρό. Μέσα στα τρία αυτά σημεία φαίνεται καθαρά το Πρόσωπο, το έργο και η αποστολή του Χριστού.
5. Τον ζούμε στην Εκκλησία δια των μυστηρίων
Επομένως, είμαστε Χριστιανοί, μαθητές του Χριστού, γιατί ενωνόμαστε μαζί Του. Όπως ο μαθητής στο σχολείο έχει πρότυπο ζωής του τον δάσκαλο, έτσι και εμείς έχουμε πρότυπο ζωής και πολιτείας τον Χριστό. Όπως ο ζωγράφος έχει υπόψη του ένα πρότυπο και αυτό θέλει να παραστήσει, έτσι και εμείς έχουμε πρότυπο της ζωής μας τον Χριστό και θέλουμε να μεταμορφώσουμε την ζωή μας, να την κάνουμε εν Χριστώ ζωή.
6. Η παραβολή του ασώτου υιού
Ένας άνθρωπος είχε δύο παιδιά. Κάποτε το μικρότερο παιδί ζήτησε από τον πατέρα του το μερίδιο της περιουσίας που του ανήκε και έφυγε μακριά από το σπίτι του. Έζησε άσωτα, διεσκόρπισε την περιουσία και ευρισκόμενος σε μεγάλη στέρηση, έγινε δούλος σε κάποιον πολίτη, βόσκοντας χοίρους. Μέσα στη θλίψη του θυμήθηκε τη ζωή και την ευτυχία που επικρατούσε στο πατρικό του σπίτι και αποφάσισε να επιστρέψει σ’ αυτό, σαν μισθωτός και όχι σαν υιός. Ενώ επέστρεφε στο σπίτι, τον είδε ο πατέρας του που τον περίμενε. Έτρεξε πρώτος ο πατέρας του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ο άσωτος υιός ζήτησε συγνώμη και του είπε ότι είναι ανάξιος να χαρακτηριστεί παιδί του, ότι έχει την επιθυμία να γίνει μισθωτός, αφού δαπάνησε το μερίδιο της περιουσίας του. Ο πατέρας όμως έδωσε την εντολή να του φορέσουν την πρώτη στολή, να του δώσουν δακτυλίδι στο χέρι και υποδήματα στα πόδια και να σφάξουν το καλύτερο μοσχάρι. Έτσι άρχισε το πανηγύρι.
- Δεν υπάρχει κανείς άλλος σωτήρας και λυτρωτής. Πάνω σ’ αυτή την πέτρα της πίστεως και την ομολογία πρέπει να στηρίζεται η χριστιανική ζωή.
- Όσοι ζούμε μέσα στην Εκκλησία λεγόμαστε και είμαστε Χριστιανοί, γιατί πρέπει να είμαστε στενά συνδεδεμένοι με τον Χριστό, να τρεφόμαστε από το Σώμα και το Αίμα Του, να τηρούμε τις εντολές Του και το θέλημά Του και να ζούμε στην προσωπική μας ζωή όλα τα γεγονότα της ζωής Του.
Δεν μπορώ από μόνος μου να κατηχηθώ;
Η αναγκαιότητα της κατήχησης του χριστιανού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορική πορεία της εκκλησίας και αποτελεί την σημαντικότερη προϋπόθεση για την υγιή θρησκευτικότητα του ανθρώπου.
Και θα πει κάποιος πως, «ωραία ακούγονται όλα αυτά», αλλά για ποιο λόγο πρέπει να κατηχηθούμε; Δεν μπορούμε απλώς να διαβάσουμε κάποια βιβλία; Δεν αρκεί που πηγαίνουμε την Κυριακή στην Εκκλησία; Μας τα έχουν πει άλλωστε και οι γιαγιάδες μας τα περισσότερα.
Η απάντηση είναι πως δεν μπορεί κάποιος να κατηχηθεί μόνος του. Να διαβάσει φυσικά και μπορεί, να ακούσει για τον Χριστό από την οικογένειά του φυσικά και μπορεί, αλλά να κατηχηθεί μόνος του δεν μπορεί. Όπως δεν μπορεί να βαπτιστεί μόνος του, όπως δεν μπορεί να εξομολογηθεί, απλώς, σε μια εικόνα. Είναι, σχεδόν, το ίδιο πράγμα.
Αυτός που ασκεί την κατήχηση δεν είναι ο οποιοσδήποτε. Και μάλιστα δεν είναι ο οποιοσδήποτε που πιστεύει. Αλλιώς ο καθένας από εμάς που πιστεύουμε θα μπορούσε να γίνει κατηχητής, σε οποιαδήποτε ηλικία, ανεξάρτητα αν γνωρίζει σωστά ή όχι. Δεν αρκεί απλώς να είναι κάποιος καλό παιδί ή να έχει διακριθεί απαραίτητα στον τομέα των γραμμάτων.
Ο κατηχητής πρέπει να μοιάζει στους Αποστόλους, γιατί το ίδιο έργο επιτελεί. Πρέπει να είναι άνθρωπος βαθιάς πίστεως, συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, που έχει κληθεί από την ίδια την Εκκλησία για το έργο αυτό, και φυσικά να έχει το χάρισμα της ιεραποστολικής προσφοράς. Να επιτελεί, δηλαδή, την διακονία αυτή με πλήρη επίγνωση και φόβο Θεού. Να αντιλαμβάνεται και να συναισθάνεται την σπουδαιότητα και την ιερότητα του έργου αυτού, να έχει αγάπη προς τα παιδιά και διάθεση συνεχούς καταρτισμού, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει οποιοδήποτε θέμα τεθεί προς συζήτηση.
Για αυτούς τους λόγους όταν δεν υπάρχουν άνθρωποι χαρισματικοί και ικανοί να επιτελέσουν αυτό το έργο, πρέπει να το αναλαμβάνει ο ίδιος ο ιερέας, εξαιτίας του ότι αυτό αποτελεί το σπουδαιότερο και σημαντικότερο έργο, μαζί με την τέλεση των ιερών ακολουθιών.
Είναι ο τόπος εκείνος που θα λύσει τις απορίες μας, όσο «σύγχρονες» κι αν είναι, που θα καλύψει τα κενά μας (υπαρξιακά, κοινωνικά, οικογενειακά κ.ο.κ.), που θα μας αγκαλιάσει και θα μας σκεπάσει όταν νιώθουμε το κρύο της μοναξιάς και της αμφιβολίας.
Θα αρκεστούμε στα λόγια του άγιου Κύριλλου Ιεροσολύμων που αναφέρει τα εξής για την πίστη: « Και δεν είναι μόνο σε μας, που καλούμαστε χριστιανοί, στους οποίους η αξία της πίστης είναι τόσο μεγάλη, αλλά κάθε τι που γίνεται στον κόσμο, ακόμη και από ανθρώπους που είναι ξένοι από την Εκκλησία γίνεται με πίστη… Η καλλιέργεια της γης γίνεται με την πίστη, γιατί αυτός που δεν πιστεύει ότι θα λάβει καρποφορία δεν υπομένει τους κόπους.
Οι ναυτικοί οδηγούνται με την πίστη, γιατί εμπιστεύονται την ζωή τους σ’ ένα πλοίο και προτιμούν την ταραχώδη θάλασσα από την στερεά γη και ρίπτουν τους εαυτούς τους σε αβέβαιες ελπίδες, αλλά έχουν ως πιο ασφαλή άγκυρα την πίστη. Στην πίστη, λοιπόν, θεμελιώνονται οι πιο πολλές υποθέσεις των ανθρώπων».