Χριστούγεννα - Ελεύθερη απόδοση του Ευαγγ,. κειμένου - Νεοτητα Ι.Μ Φωκιδος

ΝΕΑ

24 Δεκεμβρίου 2019

Χριστούγεννα - Ελεύθερη απόδοση του Ευαγγ,. κειμένου


 
Προσέγγιση - Εισαγωγή
Αυτές τις ημέρες οι καμπάνες θα κτυπήσουν χαρμόσυνα και θα γεμίσουν αγαλλίαση τις ψυχές των παιδιών. Τα καμπαναριά όλου του κόσμου θα διαλαλήσουν στα πέρατα της οικουμένης μια μεγάλη είδηση. 

Καταλαβαίνετε ποια. (...) Γεννήθηκε ο Χριστός, ο Σωτήρας του κόσμου. Αυτές τις ημέρες κι ο ι πιο σκληροί άνθρωποι, κι οι πιο αμαρτωλοί, νιώθουν την καρδιά τους να ζεσταίνεται, να γεμίζει από ουράνιο φως, να σκιρτά από χαρά και λαχτάρα. Κάθε χρονιά ακούμε την ιστορία της Γεννήσεως του Κυρίου, την διαβάζουμε και την ξαναδιαβάζουμε, χωρίς να την χορταίνει η καρδιά μας ποτέ.


Ελάτε λοιπόν να κάνουμε μαζί σήμερα και πάλι ένα ταξίδι στη Βηθλεέμ. 

[Διήγηση: (Λουκ. β’ 1-20). Ελεύθερη απόδοση]

Κρύο, χειμώνας βαρύς. Ἡ μικρή πόλη τοῦ Δαβίδ ἦταν γεμάτη κόσμο, πού πολυάσχολος πηγαινοερχόταν στούς στενούς της δρόμους. Τί συνέβαινε; Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, ὁ Καίσαρ Αὔγουστος, πού ἦταν κατακτητής καί τῆς Παλαιστίνης, θέλοντας νά μάθει πόσα ἑκατομμύρια κατοίκους εἶχε ἡ ἀπέραντη αὐτοκρατορία του, εἶχε ἐκδώσει μία διαταγή: Νά πάει ὁ καθένας στόν τόπο ἀπό τόν ὁποῖο κατάγεται καί νά γραφεῖ στούς καταλόγους. Καί μές στό χειμώνα ξεκίνησαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες, ἄλλοι γιά τόν βορρά, ἄλλοι γιά τόν νότο. 

Έτσι κι ἡ μικρή Βηθλεέμ ἦταν γεμάτη ἀπό ταξιδιῶτες καί περαστικούς. 
Κόντευε νά βασιλεύσει ὁ ἥλιος, ὅταν κάποιος σεμνός καί σιωπηλός ἄνδρας μπῆκε στή Βηθλεέμ ὁδηγώντας ἕνα γαϊδουράκι. Ἐπάνω σκυφτή καθόταν μιά σεμνή γυναίκα. Ἦταν, καθώς καταλαβαίνετε , παιδιά, ὁ ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Μνήστωρ καί ἡ Παρθένος Μαρία. Κι οἱ δυό, πολύ κουρασμένοι, σταμάτησαν στό πρῶτο πανδοχεῖο πού βρῆκαν. Πλησίασε ἐκεῖνος κι ἄνοιξε τήν πόρτα. Ὅμως ἀμέσως ἡ φωνή τοῦ πολυάσχολου τόν ἔκανε νά μήν προχωρήσει: 

- Λυπᾶμαι, καλέ μου ἄνθρωπε, ἀλλά δέν ἔχω οὔτε στό πάτωμα τόπο γιά νά κοιμηθεῖς. Τό πανδοχεῖο μου εἶναι γεμάτο. Πῆρε πάλι τόν δρόμο ὁ ἅγιος Ἰωσήφ μέ τήν Παρθένο. Παντοῦ ὅμως βρῆκαν καί τά πανδοχεῖα καί τά μικρά μαγαζιά ἀκόμη καί τά σπίτια γεμάτα. 

- Δέν θά βρεῖς ποῦ νά μείνεις γι’ ἀπόψε, τοῦ ἔλεγαν ἀπαισιόδοξοι μερικοί γνωστοί, ταξιδιῶτες κι ἐκεῖνοι. Γύρισε ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, ἔριξε ἕνα βλέμμα γεμάτο στοργική ἀνησυχία στή σιωπηλή Παρθένο, πού ἦταν καθισμένη ἐπάνω στό ζῶο. Ἦταν ἔγκυος στόν τελευταῖο της μήνα καί τό ταξίδι αὐτό τό ἀναγκαστικό, μέσα στά κρύα τοῦ χειμώνα, τήν εἶχε ἀφάνταστα ταλαιπωρήσει. Μά ἐκείνη ταπεινά ἀπό τά χείλη της ἀνέπεμπε θερμές, μυστικές προσευχές. 

Εἶχε νυκτώσει κι εἶχαν γυρίσει ὅλη τή Βηθλεέμ. Χτύπησαν ὅλες τίς πόρτες. Πουθενά δέν ὑπῆρχε τόπος νά μείνουν. Ξαναγύρισαν πάλι στό πρῶτο πανδοχεῖο πού βρῆκαν μπαίνοντας, στήν ἄκρη τῆς πόλεως. Τούς εἶδε ὁ ξενοδόχος: 

-Δέν βρήκατε ποῦ νά μείνετε ἀπόψε; τούς ρώτησε λυπημένος. Ἔριξε μιά ματιά στή σιωπηλή Παρθένο, εἶδε τήν κατάστασή της, διάβασε ἴσως τήν κούραση στά μάτια της. 
-Κοιτάξτε! εἶπε στόν ἅγιο Ἰωσήφ. Νά, ἐκεῖ πιό πέρα ὑπάρχει μιά μικρή σπηλιά, πού τήν χρησιμοποιῶ γιά στάβλο. Ρίξτε μιά ματιά κι ἄν βρεῖτε καμιά γωνιά, γείρετε ἀπόψε νά ξεκουρασθεῖτε. 

Ὁ ἅγιος Ἰωσήφ τόν εὐχαρίστησε καί ὁδηγώντας τό γαϊδουράκι μέ τήν Παρθένο Μαρία κατευθύνθηκε στή σπηλιά. Τουλάχιστον ἐκεῖ μέσα δέν θά ἔκανε τόσο κρύο! Ἔριξε σέ μιά γωνιά πολύ φρέσκο ἄχυρο, ἅπλωσε πάνω μιά κουβέρτα, κι ἐκεῖ ἔγειρε νά ξεκουρασθεῖ ἡ Παρθένος. Ἡ νύχτα εἶχε πέσει βαριά. Ἔκλεισε καλά τήν παλιά πόρτα τοῦ στάβλου ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, σφράγισε τίς χαραμάδες γιά νά μήν μπαίνει ὁ παγωμένος ἀέρας, πῆγε κι αὐτός σέ μιά ἄλλη γωνιά κι ἔγειρε ἀποκαμωμένος ἀπό τήν κούραση. Σέ λίγο δέν ἀκούγονταν παρά μονάχα τά ἀγαθά ζῶα τοῦ στάβλου, πού χτυποῦσαν τό πόδι τους ἤ πού ἀνάσαιναν ἁπαλά. 
Μέσα σ’ αὐτόν τόν στάβλο, παιδιά, ἐκείνη τή νύχτα σ’ αὐτή τήν ἀπόμακρη πόλη τοῦ Δαβίδ, τή Βηθλεέμ, γεννήθηκε ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου. Μονάχη της ἡ Παρθένος σπαργάνωσε τό θεῖο Βρέφος καί ρίχνοντας λίγο ἄχυρο ζεστό, τό ἔβαλε νά πλαγιάσει στή φάτνη, ὅπου ἔτρωγαν τά ζῶα τοῦ σταύλου. Αὐτό ἦταν τό πρῶτο κρεβατάκι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καί τά πρῶτα πλάσματα τῆς δημιουργίας πού ἔσκυψαν ἐπάνω στό Βρέφος, ἦταν τά ἀγαθά ζῶα τοῦ στάβλου μέ τά μεγάλα, ἄκακα μάτια. 
Ἐνῶ ὅμως ἡ Βηθλεέμ − ἀνύποπτη γιά τό μεγάλο γεγονός πού συνέβη − ἡσύχαζε μέσα στή βαθιά χειμωνιάτικη νύχτα, οἱ οὐρανοί ἀνήγγειλαν στούς ἀνθρώπους τόν ἐρχομό τοῦ Σωτῆρος. 

Ἔξω ἀπό τήν πόλη, στά λιβάδια τους, μερικοί βοσκοί ἔμεναν ἄγρυπνοι, φυλάγοντας τά κοπάδια τους. Κουκουλωμένοι τριγύρω στή μισοσβησμένη φωτιά τους περίμεναν νά φέξει καί συζητοῦσαν. Ξαφνικά σάν ἀστραπή ἕνα φῶς δυνατό ἔλαμψε τριγύρω τους. Σηκώνουν τά μάτια ἔκπληκτοι καί τί βλέπουν! Μπροστά τους στεκόταν ἀκτινοβόλος ἕνας λευκόφτερος ἄγγελος. Τρόμαξε ἡ καρδιά τους, πολύ φοβήθηκαν. Ὁ ἄγγελος ὅμως μέ γλυκιά , ἤρεμη φωνή τούς εἶπε: 

-Μή φοβάστε! Σᾶς ἀναγγέλλω ἕνα γεγονός πού θά γεμίσει καί σᾶς κι ὅλο τόν λαό ἀπό χαρά. Γεννήθηκε σήμερα στή Βηθλεέμ ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρ τοῦ Κόσμου. Καί νά τό σημάδι μέ τό ὁποῖο θά τόν ἀναγνωρίσετε: Θά βρεῖτε ἕνα βρέφος τυλιγμένο στά σπάργανα, μέσα σέ μιά φάτνη στάβλου. 

Οἱ ποιμένες, ἁγνοί ἄνθρωποι, ἔμειναν ἄφωνοι ἀπό τήν ἔκπληξη. Τήν ἴδια ὅμως στιγμή, σάν ν’ ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί, πλῆθος ἀγγέλων, ὁλόκληρη στρατιά, κατέβαινε στή γῆ κι ἀπό τά στόματά τους ἀκουγόταν ἕνας ὑπέροχος, γλυκύτατος ὕμνος: 
«Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»· δηλαδή δόξα στόν ὕψιστο Θεό, καί στή γῆ εἰρήνη, στούς ἀνθρώπους χαρά μεγάλη καί εὐτυχία, ἀφοῦ ὁ Θεός ἐκδήλωσε σ’ αὐτούς τήν ἀγάπη Του, στέλνοντας στή γῆ τόν Υἱό Του. 
Ἔλαμψε ὅλος ὁ τόπος, κι ἡ ἁπλή καρδιά τῶν πτωχῶν βοσκῶν γέμισε ἀπό μιά μεγάλη, οὐράνια χαρά. Ὅταν οἱ ἄγγελοι ξανανέβηκαν στού ς οὐρανούς κι ὁ θαυμάσιος ὕμνος τους ἔπαψε ν’ ἀκούγεται, μιά φωνή βγῆκε ἀπό τά στήθη τους: 

-Ἄς πᾶμε γρήγορα στή Βηθλεέμ νά δοῦμε καί νά προσκυνήσουμε τόν Μεσσία, πού μᾶς ἀνήγγειλε ὁ ἄγγελος. 

Πῆραν τά ραβδιά τους καί ξεκίνησαν. Δέν δυσκολεύθηκαν πολύ. Ἔφθασαν στή σπηλιά, μπῆκαν κι εἶδαν τό θεῖο Βρέφος πού ἔλαμπε, εἶδαν τή σιωπηλή Μητέρα Του, πού γεμάτη χαρά βρισκόταν πλάι Του, εἶδαν τόν ἅγιο Ἰωσήφ. Γονάτισαν τρέμοντας ἀπό συγκίνηση καί προσκύνησαν τόν Σωτήρα τοῦ κόσμου. Κι ὕστερα μέ μάτια πού ἔλαμπαν, διηγήθηκαν στήν Παναγία καί στόν ἅγιο Ἰωσήφ ὅ,τι εἶδαν κι ὅσα ἄκουσαν ἀπό τούς ἀγγέλους. 
Μά φεύγοντας δέν ἔμειναν σιωπηλοί. Σ’ ὅσους ἔβρισκαν στό δρόμο, γνωστούς καί φίλους, ἀνήγγειλαν τό μεγάλο γεγονός, πού ὁ Θεός μέ τούς ἀγγέλους Του τούς ἔκανε γνωστό. Ἡ ἁγνή καρδιά τους πανηγύριζε! 

Καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα
Ευλογημένο το νέο έτος

3. Ερωτήσεις για μάθημα, παιχνίδι και αφορμές για συζήτηση 

Πού γεννήθηκε παιδιά ο Χριστός; Σε ποιο κράτος; Σε ποιο χωριό; Σε ποιο τόπο του χωριού; Πώς ήταν ο τόπος εκεί; Γεννήθηκε στο κράτος του Ισραήλ, σε μια περιοχή της Ιουδαίας στη Βηθλεέμ, μέσα σε μια σπηλιά, σ’ έναν στάβλο. Μονάχη της η Παρθένος σπαργάνωσε το θείο Βρέφος και ρίχνοντας λίγο άχυρο ζεστό, το έβαλε να πλαγιάσει στη φάτνη* που χρησιμοποιήθηκε σαν «κούνια». Αυτό ήταν το πρώτο κρεβατάκι του Υιού του Θεού. Εκεί έτρωγαν τα ζώα του σταύλου. Και τα πρώτα πλάσματα της δημιουργίας που έσκυψαν επάνω στο Βρέφος, ήταν τα αγαθά ζώα του στάβλου με τα μεγάλα, άκακα μάτια.
Θυμάστε πώς ανήγγειλε ο λευκόφτερος άγγελος το μεγάλο μήνυμα στους ποιμένες; 

Τι τους είπε;  (...) Τους είπε: Γεννήθηκε για σας σήμερα ο Σωτήρας. «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ». Αυτή τη μεγάλη, την πολύ σπουδαία αλήθεια θέλει η Εκκλησία μας να μας υπενθυμίσει με τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Και λέει σ’ όλους τους χριστιανούς αυτό που είπαν μεταξύ τους οι αγνοί και καλοί ποιμένες. Ας πάμε στη Βηθλεέμ να προσκυνήσουμε τον Σωτήρα μας. Μας περιμένει. Ο Βασιλεύς των Ουρανών, σπαργανωμένος σε μια ταπεινή φάτνη, μέσα σ’ ένα στάβλο, με συντροφιά τα ζώα. Κι ας 
Του φέρουμε πρόθυμα τα δώρα μας. 

Τι σημαίνει η φράση: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»; δόξα στον ύψιστο Θεό, και στη γη ειρήνη, στους ανθρώπους χαρά μεγάλη και ευτυχία (αφού ο Θεός εκδήλωσε σ’ αυτούς την αγάπη Του, στέλνοντας στη γη τον Υιό Του). 

Γιατί πανηγυρίζουμε και μείς, παιδιά, για τη γέννηση του Κυρίου μας;  (...) Διότι είναι το μεγαλύτερο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, ο Θεός να γίνεται άνθρωπος.

Γιατί όμως, τι σημασία έχει για μας αυτό το γεγονός; (...) Διότι ο Χριστός δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού Πατέρα. 

Γιατί ήλθε ο Υιός του Θεού ο Μονογενής στον κόσμο; (...) Για να σώσει εμάς τους ανθρώπους από την αμαρτία.

Τι πρέπει, παιδιά, να δωρίσουμε στον νεογέννητο Χριστό μας; (... ) Την καρδιά μας πρωτ’ απ’ όλα. 

 *Φάτνη είναι το παχνί όπου τοποθετείται η τροφή των ζώων. 

Πρακτική εφαρμογή
Εκείνος ήλθε έτσι, ταπεινά, για να μας σώσει από την αμαρτία. Ήλθε από αγάπη και συμπόνια για τα δεινά που υποφέρει ο άνθρωπος, όταν είναι σκλάβος του σατανά. Πρέπει όμως κι εμείς ελεύθερα να το θέλουμε για να μας σώσει. Και θα δείξουμε πως θέλουμε ειλικρινά τη σωτηρία μας, όταν χωρίς κανένα δισταγμό Του δώσουμε δώρο την καρδιά μας. 

Και πόσα άλλα δώρα μπορούμε να χαρίσουμε στο θείο Βρέφος!  Μπορούμε να εξομολογηθούμε, να κοινωνήσουμε, να κάνουμε ελεημοσύνες, να παρακολουθήσουμε με τάξη και προσοχή τις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας, να φορέσουμε και στην ψυχή μας γιορτινή φορεσιά, για να πάμε στη Βηθλεέμ να προσκυνήσουμε. 

Αυτός, παιδιά, είναι ο καλύτερος εορτασμός των Χριστουγέννων. Δεν πρέπει να τον περιορίσουμε στα καλά ρούχα ή στο τραπέζι με τη γαλοπούλα και τα γλυκά, τα δώρα...

Μη νομίσετε, παιδιά μου, πως ο Κύριος περιμένει τους πλούσιους, τους σοφούς, τους αξιωματούχους και τους μεγάλους του κόσμου αυτού να πάνε και να Τον προσκυνήσουν, για να χαρεί. Κι εκείνοι είναι καλοδεχούμενοι, όταν πλησιάσουν τη φάτνη με καθαρή καρδιά. Αλλά περισσότερο ο μικρός Χριστός θα χαρεί, όταν δεί να γεμίζει το σπήλαιο της Βηθλεέμ από μας τα παιδιά, που με αγνούς, χαρούμενους ύμνους θα Τον προϋπαντήσουμε και θα Τον ευχαριστήσουμε, γιατί μας έφερε με τη γέννησή Του τη σωτηρία. 

Pages